"...Απολύεται ο παλιός,
δε μπορεί να γίνει αλλιώς!
θα απολυθεί κι ο νέος;
θα γενεί κι αυτό, βεβαίως!..."
Ελάχιστες είναι οι στιγμές της ζωής μου, που να τις ονειρεύτηκα τόσο πολύ και που να αργήσανε τόσο βασανιστικά να φτάσουν, όσο εκείνη την ημέρα, που βάδισα αργά προς το διοικητήριο για να πάρω το Απολυτήριο.
Είχα αρχίσει να τρέφω όνειρα κι ελπίδες γι αυτή την ευλογημένη μέρα, όχι απλώς προτού παρουσιαστώ στο τάγμα της Μυτιλήνης, όπου πέρασα τη θητεία μου αλλά προτού καν καταταγώ στο Κέντρο Νεοσύλλεκτων της Τρίπολης. Τι κι αν ήμουν εικοσιεννιά χρονών (πράγμα που μου χάρισε με τη σειρά τα παρατσούκλια: "γεροπόντικας", "παππούς", "πρεσβύτερος" και - στο τέλος - "πανάρχαιος"), δεν έπαυα να είμαι "νεούδι". Και ως εκ τούτου και "ωραίος"...
Τα όνειρά μου, "σειρούλες", δεν ήτανε τίποτε ξεσαλωμένα παραληρήματα... Όχι, φίλοι μου. Τα όνειρα μου ήταν σαφή, ξεκαθαρισμένα και με ένα μόνο θέμα. Κι αν, πότε - πότε, το μυαλό μου ξέφευγε κατά τη διάρκεια καμμιάς αγγαρείας και πήγαινε στο σπίτι και τους φίλους μου ή όταν δραπέτευε το αναθεματισμένο (με τη βοήθεια του τρανζίστορ) από τη σκοτεινή μοναξιά της "Επάνω Σκοπιάς Ναρκών" για χάρη της σκέψης κάποιας κοπέλλας, που ωστόσο ποτέ δεν έπαιρνε συγκεκριμένη μορφή, μ' έναν αναστεναγμό το επανέφερα στην τάξη: "Δεν θ' απολυθώ κάποτε; Θα απολυθώ..."
Όσοι φίλοι μου είχανε πάει φαντάροι μου το 'χαν πει: "Αν δεν πας ο ίδιος στο στρατό, δεν πρόκειται να καταλάβεις τι σημαίνει..." Και πραγματικά, κανείς δεν μπορεί να μεταφέρει στον γραπτό ή στον προφορικό λόγο τι σημαίνει να μη μπορείς να εξουσιάσεις ούτε στιγμή από το εικοσιτετράωρο σου, ούτε κόκκο από την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητά σου και να θεωρείσαι "αναλώσιμος" σαν τους κατεψυγμένους μπακαλιάρους, τα κιβώτια πυρομαχικών και τα μονίμως βρώμικα κλινοσκεπάσματα (ή "κλανοσκεπάσματα", όπως τά 'λεγε ένας φιλαράκος από τη Μυτιλήνη). Περιοριζόμουν, λοιπόν, να ζω μέρα με τη μέρα, κρατώντας σημειώσεις στο μπλοκάκι, που ποτέ δεν εγκατέλειπε την τσέπη μου, και στέλνοντας με κάποιους κολλητούς καμμιά επιστολή διαμαρτυρίας στις εφημερίδες - όχι μόνο γιατί κοβότανε με το μαχαίρι το "τρέξιμο" αλλά και επειδή - ως μικροί σαδιστές - μας άρεσε η ιδέα ότι μια φορά στο τόσο θα "τρώγανε γκάζια" και κάποιοι άλλοι εκτός από τα φαντάρια.
Μπορεί να τσαλαβουτάγαμε στις λάσπες για το πατροπαράδοτο "Γερμανικό", να τρίβαμε τις λαμαρίνες με παγωμένο νερό το χειμώνα ή με μια γουλίτσα νερό το καλοκαίρι, να χάναμε κατά κράτος στον πόλεμό μας με τις μονίμως βουλωμένες τουαλέτες (τη γνωστή "σκατομαχία") ή - το χειρότερο - να ακούγαμε τα κάθε λογής κηρύγματα, σκολιανά και σκυλοβρισίδια από τον διοικητή ή τον "υπόδικα" αλλά η απάντηση πάντα ερχόταν από κάποια χείλη - τόσο μισόκλειστα ώστε να ακούνε μόνο οι φαντάροι: "Λέγε, μεγάλε, λέγε... Εσύ θα γεράσεις με τις αρβύλες στα πόδια και εγώ σε κάτι μηνάκια απολύομαι...".
Το ιδανικό, άλλωστε, που ενώνει όλους τους φαντάρους - πάνω κι από "σειρά" ή "ασημί" - είναι το Απολυτήριο. Όσο σοβαρή κι αν είναι η παρεξήγηση, λύνεται αν κάποιος ορκιστεί στο Απολυτήριό του. Και όποιος άθλιος αποτολμήσει την υπέρτατη ύβρι "...γαμώ το Απολυτήριό σου!", για να γλυτώσει την ομόφωνη καταδίκη του θαλάμου πρέπει να περάσει από τα σαράντα κύματα. "Πάλιουρες" και "νέωπες" ανατριχιάζουν όταν σε κάποιες "Γιορτές Οπλίτου" η τολμηρή ορχήστρα ρισκάρει να παρατείνει επ' αόριστον την (άμισθη) παροχή υπηρεσιών της στις Ένοπλες Δυνάμεις ανακρούοντας το "Απολύομαι και τρελλαίνομαι!..." Κι όποτε η τηλεόραση του ΚΨΜ ή του φυλακίου (γειά σου ρε Μόλυβε!) παίξει το βιντεοκλίπ του "Διδυμότειχο Μπλουζ", οι θεατές σπεύδουν να σταθούν προσοχή με νεύρο και ζωηρότητα, που θα κέρδιζαν τον θαυμασμό κάθε στρατηγού.
Αλλά όσο τρέξιμο κι αν έτρωγαν οι "νέοι" από τους "παλιούς" επειδή οι τελευταίοι είχαν την ψευδαίσθηση ότι μ' αυτή την συμπεριφορά τους θα έφταναν πιο γρήγορα στο Απολυτήριο, τις ώρες της "λούφας" και της "ρέκλας" τα όνειρα ενώνονταν, ασχέτως ΕΣΣΟ. Οι συζητήσεις, όπου κι αν πήγαιναν και όσο κι αν περιπλανιόνταν, πάντα κατέληγαν στο τι θα κάνει ο καθένας μας τη μέρα, που θα πάρει "Το Χαρτί". Κι επειδή υπηρετούσαμε στο νησί, που η στρατιωτική διάλεκτος αποκαλεί "Γκασμαδία" οι διάλογοι συχνά - πυκνά περιελάμβαναν τον γκασμά ή - σε περιπτώσεις τρυφερότητας - το πτυοσκάπανο.
- "Όχι, όχι... Πρώτα θα ρίξουμε μαύρη πέτρα στην Πέτρα, μετά καθώς θα περνάει το λεωφορείο από τη γέφυρα της Αχλαδερής θα ρίξουμε ένα πτυοσκάπανο βαμμένο μαύρο και στο τέλος θα ρίξουμε τον μαύρο γκασμά στο λιμάνι".
- "Εγώ θα του σκάσω τα λάστιχα της Μπε-εμ-βέ..."
- "Θα περιμένω τον υπολοχαγό έξω από το σπίτι του. Θα της ρίξω της Ντακότας, που κάνει τον μάγκα, από μια μπουνιά για κάθε "Φι" που έχω φάει για πάρτη του..."
- "Εγώ θα 'θελα, λέει, να 'χα φάει φασόλια κρύα και κουνουπίδι Να πιω κι ένα μπουκάλι γάλα κρύο και μετά από καμμιάν ωρίτσα να πάω να πάρω το Χαρτί. Να πάει το κλανίδι σύννεφο, να σηκωθώ να φύγω και να τους αφήσω να πηγαίνουν κάθε πρωί στην αναφορά για δυό-τρείς Ολυμπιάδες ακόμη...".
- "Ναι, ρε! Κι άμα σε δει ο "θείος" και σου πει "Καλός πολίτης" να του πεις "Επίσης, κύριε Διοικητά" να δεις που θα του 'ρθει εγκεφαλικό".
Αλλά όταν έφτασε πραγματικά η πολυπόθητη ώρα της Απόλυσης, μην νομίσετε ότι επιδοθήκαμε σε τίποτα αίσχη, που θα πλούτιζαν τους τζαμάδες, τα βουλκανιζατέρ ή τα φαρμακεία της περιοχής. Οι αξιωματικοί, έχοντας πικρή πείρα από παλαιότερες σειρές απολύσεως, έκαναν την πάπια με τα παραστρατήματα των "Προέδρων του Ελληνικού Στρατού". Εμείς, πάλι, έχοντας συναίσθηση του κύρους του αξιώματος που μας είχε απονεμηθεί ομόφωνα από εκατοντάδες χιλιάδες φαντάρων, ναυτών και σμηνιτών και όχι από κάποια απρόσωπη και ύποπτη επετηρίδα, ασχολιόμασταν μόνο με την προετοιμασία της σημαντικότερης τελετής της στρατιωτικής θητείας μας, της αποστράτευσης.
Κι αν νομίζετε ότι είναι εύκολη δουλειά η συλλογή υπογραφών, η παράδοση των χρεωμένων και του όπλου και η ακτινογραφία, σας διαβεβαιώνω ότι καθόλου δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Οι περισσότεροι υπεύθυνοι προσποιούνται ξαφνικά τους πολυάσχολους (σε ποιους; σε μας!) μόνο και μόνο για να καθυστερήσουν τη στιγμή, που μόλις σηκώσουν το στιλό από το χαρτί θα ακούσουν από τα χείλη του υποψήφιου πολίτη τη δολοφονική φράση: "Φχαριστώ, κυρ λοχαγέ (ανθύπα, αρχιλοχία, δόκιμε) και θα τα ξαναπούμε του χρόνου, που θα 'ρθω διακοπές... Αν δε σ' έχουνε στείλει πουθενά αλλού..."
Όσο κι αν μου φαινόταν ότι καθυστερεί η μέρα της απόλυσής μου κι όσο βασανιστική κι αν ήταν η αναμονή της, τελικά έφτασε. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Από δυο ημέρες είχα μαζέψει τις υπογραφές, είχα παραδώσει τα τσουμπλέκια μου και ασχολιόμουν με το όπλο μου. Πάντα τα φοβόμουνα τα όπλα -ιδιαίτερα όσα θεωρούνταν άδεια - και η παρέα μου με δαύτα σε βολές, σκοπιές, ασκήσεις περίπολα, ενέδρες κλπ. δεν μπορώ να πω ότι με έκανε ιδιαίτερα χαρούμενο. Τώρα, όμως, που ήμουν σίγουρος ότι οι παρτίδες μου μ' αυτό το εργαλείο όδευαν προς το οριστικό τέλος τους, το καθάριζα με σχολαστική ακρίβεια, το λάδωνα με επιμέλεια και το ξεσκούριαζα με υπομονή, ξέροντας ότι η επόμενη σειρά, που θα το παρελάμβανε δεν θα είχε τέτοια χρονική πολυτέλεια.
Η τελευταία μέρα στο στρατό μοιάζει με την τελευταία μέρα στη φυλακή... Όχι, δηλαδή, ότι οι υπόλοιπες διαφέρουν εξαιρετικά αλλά οι τελευταίες μοιάζουν πολύ. Μου 'λεγαν ότι δεν μπορούσαν να κοιμηθούν από την έξαψη και την αγωνία. Εγώ δεν το κατάλαβα γιατί κοιμόμουν! Και τι ηδονή να σε ξυπνάει με παρακαλετά ο μόνιμος επιλοχίας του 1ου γραφείου - ένα αληθινό γαϊδούρι, που ούτε οι συνάδελφοι του δεν τον ανέχονταν - για να πας να πάρεις το απολυτήριο και να σε ξεφορτωθεί. Αλλά τώρα έπρεπε να περιμένει. Τόσο καιρό φώναζε... Πρώτα έπρεπε να μοιραστούν τα ρούχα και οι αρβύλες στους πρώην νέους, να ευχηθούμε "καλό υπόλοιπο" σ' όλους και "υπομονή" σ' όσους υπηρετούν φυλακή. Να ανταλλάξουμε τηλέφωνα, που πιθανότατα δεν θα χρησιμοποιηθούν ποτέ, διευθύνσεις που ποτέ δεν θα αλληλογραφήσουμε και υποσχέσεις που κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να τηρήσουμε. Είχα κοιμηθεί φαντάρος και είχα ξυπνήσει πολίτης θα 'πρεπε να χαίρομαι αλλά ένοιωθα διστακτικός Παρέλαβα την αστυνομική ταυτότητα, που ήξερα τόσα χρόνια, και διαβεβαιώθηκα...
Είχα πάψει να είμαι ο "105/*****/83" ...Είχα γίνει ξανά ο "Κ 08****" και τώρα δεν είχα ούτε εβδομάδα προσαρμογής!
Γράφτηκε το Σεπτέμβριο του 1992 για την ατζέντα «Πιτσιλιά στο Χακί», που εκδιδόταν για μερικά χρόνια από μια παρέα θεσαλλλονικέων αντιμιλιταριστών, που εύχομαι να είναι όλοι τους καλά. Αφιερώνεται στους εγγονούς μου του Ε.Σ., που βρήκαν ταξίαρχο όποιον άφησα ταγματάρχη. Να 'ναι κι αυτός καλά, ο παλιο«διατηρητέος»! Οι φωτογραφίες από είναι από το Φυλάκιο 13 στο Μόλυβο.
15 σχόλια:
Εύγε στο οσιάρ, που δούλεψε σωστά!
Λίγο πολύ ίδιος παραμένει ο στρατός, ίδιοι κι οι φαντάροι. Πόσες κατάρες και υποσχέσεις για το "τι θα τους κάνουμε αφού πάρουμε το λελόχαρτο"... Τίποτε δεν τους κάναμε πάντως.
(Θυμάμαι, απολύθηκα δύο μερες μετά απ' το κανονικό. Μονος μου. Πήγα πήρα το χαρτι. Χαιρέτησα δυο-τρεις μπουχέσες στην πύλη και περίμενα το ταξί να έρθει να με πάρει. Κάποιος πίσω μου φώναξε "λοχία, ρε λοχία"... Γύρισα απότομα. Και τότε το κατάλαβα: δεν φώναζε εμένα, είχα απολυθεί).
Πιο κομαντερό πάντως διατηρητέο δεν έχω ξαναδεί (και πιο παπατζή...).
Είδα μεγάλο κείμενο και νόμιζα μπήκα σε λάθος μπλογκ!! :Ρ
Μ΄εκανες να νιώσω νοσταλγία για κάτι απροσδιόριστο Σκυλάκο..
πι*
Απαπαπα! Οχι και για το στρατό, παπί μ΄!
Άμα έκανες στον Μόλυβο, άρα έκανες και στην Πέτρα. Μιά φορά ανέβηκα στον Μόλυβο, κυρίως κατοικοέδρευα στο μαγευτικό Σίγρι.
Παράξενο, 29 Μάρτη παρουσιάστηκα στο κέντρο Τριπόλεως και προχθές το αναλογιζόμουν μετά τόσα χρόνια. Σήμερα εσύ κάνεις εκτενές αφιέρωμα. Γειά σου ρε πέτρα!
Γειά σου, τραγί μ΄! Στον Γ' λόχο, ε; Εγώ ήμανε στον Β'. Καλύτερο το Σίγρι, αν και δεχόταν αιφνιδιαστικές επισκέψεις. Δεν ειδοποιούσαν οι διαβιβαστές γιατί ζήλευαν...
'Οχι, στον Α' λόχο, όπως και στην Τρίπολη. Εκείνα τα χρόνια πάνω κάτω που σημειώνεις κι εσύ... 'Ε ρε, γλέντια. Τί μού θύμισες με τις φωτογραφίες και τα στιγμιότυπα από το google maps...
211 ΕΣΣΟ; Κανόνισε να είμαστε και σειρούλες! Ιδιαίτερα και από την Τρίπολη.
Τώρα που το λές μάλλον 213, αλλά δεν παίρνω και όρκο. 'Εχουν περάσει τόσα χρόνια και δεν είναι κάτι που το βάσταγα να μην το ξεχάσω.
Να 'σαι καλά φίλε μου. Και σε ευχαριστώ για τις αναμνήσεις. [Τόσες πολλές ήρθαν όλες μαζί. Σ' ευχαριστώ].
Κι εσύ να 'σαι καλά, παλιοσειρά.
Ωραία χρόνια!
Τα αγαπάω τόσο που δεν θυμάμαι ούτε ένα όνομα, εκτός από 3-4 φίλων και των ούφο της μονάδας...
Παραδόξως κι εγώ μόνο αυτά θυμάμαι!
ΥΓ Ήταν ωραία γιατί ο στρατός είναι η μόνη δοκιμασία που ξέρομε πότε θα τελειώσει...
τι μου θύμισες τώρα φίλε..
1988-89 στο ίδιο φυλάκιο.Μήπως ήσουν τότε και εσύ?
Εξ αναβολής, καλοκαίρι και χειμώνα του ΄91.
http://www.slang.gr/lemma/show/klanoskepasmata_6820
σπερνεις
Δημοσίευση σχολίου