Τέλος καλοκαιριού 1983. Νομίζω. Την προηγούμενη χρονιά αγόρασα το πρώτο μου μηχανάκι.
Το εικονιζόμενο Σουζούκι. Ποδήλατο δεν είχα μάθει ποτέ, καβάλλησα το μηχανάκι, έπεσα, σηκώθηκα, ξανάπεσα, ξανασηκώθηκα, κάποια στιγμή έμαθα να μην πέφτω τόσο συχνά. Οδήγησα μοτοσικλέτα επί ένα τέταρτο του αιώνα, χωρίς να σπάσω ούτε νύχι.
Τον Οκτώβριο του 2006 κατάλαβα ότι την ΧΤ 600 δεν «την είχα» πιά. Οπότε εφάρμοσα το «πούλα την πριν σε πουλήσει».
Βλέπω τώρα τους πιτσιρικάδες φίλους μου να μιλάνε στο κινητό, να μην φοράνε σωστά παπούτσια, γάντια ή κράνος και τους κράζω, ο κωλόγερος.
Λες κι εγώ στην ηλικία τους δεν είχα κάνει τέτοιες καγκουριές ή και χειρότερες...
Με σόρτς και σαγιονάρες (μόνο!) πλαγιάσματα με την Ducati 600 του Ν.Θ. στη Χαλκιδική το καλοκαίρι του 1986 και να ξύνει το γόνατο την άσφαλτο. Αλλά γι' αυτά θα γράψομε στο Ιστορίες μοτοσικλέτας ΙΙΙ.
Τέλος πάντων, αφού τηνε γλιτώσαμε καλά ήταν!
Τέλος καλοκαιριού 1983, λοιπόν, κι επιστρέφω από το χωργιό μ'.
Μοναδικός εξοπλισμός ένα νάϊλον μπουφάν της πλάκας και το εικονιζόμενο κράνος. Χωρίς ζελατίνα πάντα! Στον ισθμό της Κορίνθου σταματάω στα σουβλατζίδικα για καφέ. Δίπλα, μία παλιά BMW 250άρα, φτιαγμένη σε τσόπερ. Της κακιάς ώρας. Αλλά δεν θα τόλεγα ποτέ αυτό στον οδηγό της, ένα ζόρικο παληκάρι με αλογοουρά και τατού. Κάπνιζε άφιλτρα και καθόταν στο πεζούλι, δίπλα στη μηχανή του. Μου θύμισε τον Φάνη από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαΐδη.
Εγώ, επειδή ήμουν πάντα «καλό παιδί» (και μέχρι να ποθάνω αυτή η ρετσινιά του «καλού παιδιού» θα με ακολουθεί) κάτι τέτοια εργατόπαιδα, σκληρά κι απόμακρα, τα συμπαθάω αλλά μένω μακριά τους.
Μπαίνω να πάρω καφέ και τηνε βλέπω. Δεν μπορούσες να την πεις «κορίτσι» ή «κοπέλα», πόσο μάλλον «φιλενάδα». Παρότι δεν πρέπει να με ξεπερνούσε στην ηλικία κάνα-δυό χρόνια ήταν «Γ-υ-ν-α-ί-κ-α». Σ' αυτό συνηγορούσε πως η ομορφιά της διανθιζόταν από μια δόση σκληρότητας και μια πρέζα χυδαιότητας, που την απάλλασαν μια και καλή από γλυκερές αναφορές του στυλ «άγγελος», «ζωγραφιά», «Παναγία» ή «κούκλα».
Το σώμα της είχε από φυσικού του όλα όσα θάθελε η Πάμελα Άντερσον νάχε στο δικό της και πλήρωσε έναν σκασμό λεφτά για να τα αποκτήσει. Σε τούτην όλα φυσικά και στο ύψος τους. Ήταν και κάνα 1.70, η ρουφιάνα, με μια ξανθωπή αλογοουρά, κοτσίδα, δύο σχιστά πράσινα μάτια (μία ουλή στο ένα φρύδι) και ένα στόμα πλούσιο αλλά σκληρό. Σαν ρόδο της ερήμου, κάπως. Ντυμένη με ένα λιγδιασμένο τζίν και ένα λευκό Τι-σέρτ.
Ήπια τον καφέ μου, κοντεύοντας να αλληθωρίσω προς το μέρος της, έκανα κι ένα τσιγαράκι (με φίλτρο, πάντα!) και ξεκίνησα προς την Αθήνα, γιατί δεξιά, πάνω από τη Σαλαμίνα, είχε αρχίσει να μαζεύει σύννεφα. Στον δρόμο με πρόλαβε η βροχή.
Το εικονιζόμενο Σουζούκι. Ποδήλατο δεν είχα μάθει ποτέ, καβάλλησα το μηχανάκι, έπεσα, σηκώθηκα, ξανάπεσα, ξανασηκώθηκα, κάποια στιγμή έμαθα να μην πέφτω τόσο συχνά. Οδήγησα μοτοσικλέτα επί ένα τέταρτο του αιώνα, χωρίς να σπάσω ούτε νύχι.
Τον Οκτώβριο του 2006 κατάλαβα ότι την ΧΤ 600 δεν «την είχα» πιά. Οπότε εφάρμοσα το «πούλα την πριν σε πουλήσει».
Βλέπω τώρα τους πιτσιρικάδες φίλους μου να μιλάνε στο κινητό, να μην φοράνε σωστά παπούτσια, γάντια ή κράνος και τους κράζω, ο κωλόγερος.
Λες κι εγώ στην ηλικία τους δεν είχα κάνει τέτοιες καγκουριές ή και χειρότερες...
Με σόρτς και σαγιονάρες (μόνο!) πλαγιάσματα με την Ducati 600 του Ν.Θ. στη Χαλκιδική το καλοκαίρι του 1986 και να ξύνει το γόνατο την άσφαλτο. Αλλά γι' αυτά θα γράψομε στο Ιστορίες μοτοσικλέτας ΙΙΙ.
Τέλος πάντων, αφού τηνε γλιτώσαμε καλά ήταν!
Τέλος καλοκαιριού 1983, λοιπόν, κι επιστρέφω από το χωργιό μ'.
Μοναδικός εξοπλισμός ένα νάϊλον μπουφάν της πλάκας και το εικονιζόμενο κράνος. Χωρίς ζελατίνα πάντα! Στον ισθμό της Κορίνθου σταματάω στα σουβλατζίδικα για καφέ. Δίπλα, μία παλιά BMW 250άρα, φτιαγμένη σε τσόπερ. Της κακιάς ώρας. Αλλά δεν θα τόλεγα ποτέ αυτό στον οδηγό της, ένα ζόρικο παληκάρι με αλογοουρά και τατού. Κάπνιζε άφιλτρα και καθόταν στο πεζούλι, δίπλα στη μηχανή του. Μου θύμισε τον Φάνη από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαΐδη.
Εγώ, επειδή ήμουν πάντα «καλό παιδί» (και μέχρι να ποθάνω αυτή η ρετσινιά του «καλού παιδιού» θα με ακολουθεί) κάτι τέτοια εργατόπαιδα, σκληρά κι απόμακρα, τα συμπαθάω αλλά μένω μακριά τους.
Μπαίνω να πάρω καφέ και τηνε βλέπω. Δεν μπορούσες να την πεις «κορίτσι» ή «κοπέλα», πόσο μάλλον «φιλενάδα». Παρότι δεν πρέπει να με ξεπερνούσε στην ηλικία κάνα-δυό χρόνια ήταν «Γ-υ-ν-α-ί-κ-α». Σ' αυτό συνηγορούσε πως η ομορφιά της διανθιζόταν από μια δόση σκληρότητας και μια πρέζα χυδαιότητας, που την απάλλασαν μια και καλή από γλυκερές αναφορές του στυλ «άγγελος», «ζωγραφιά», «Παναγία» ή «κούκλα».
Το σώμα της είχε από φυσικού του όλα όσα θάθελε η Πάμελα Άντερσον νάχε στο δικό της και πλήρωσε έναν σκασμό λεφτά για να τα αποκτήσει. Σε τούτην όλα φυσικά και στο ύψος τους. Ήταν και κάνα 1.70, η ρουφιάνα, με μια ξανθωπή αλογοουρά, κοτσίδα, δύο σχιστά πράσινα μάτια (μία ουλή στο ένα φρύδι) και ένα στόμα πλούσιο αλλά σκληρό. Σαν ρόδο της ερήμου, κάπως. Ντυμένη με ένα λιγδιασμένο τζίν και ένα λευκό Τι-σέρτ.
Ήπια τον καφέ μου, κοντεύοντας να αλληθωρίσω προς το μέρος της, έκανα κι ένα τσιγαράκι (με φίλτρο, πάντα!) και ξεκίνησα προς την Αθήνα, γιατί δεξιά, πάνω από τη Σαλαμίνα, είχε αρχίσει να μαζεύει σύννεφα. Στον δρόμο με πρόλαβε η βροχή.
Σε δέκα λεπτά είχα γίνει μούσκεμα και πήρα την απόφαση να σταματήσω στο πρώτο βενζινάδικο που θα συναντούσα.
Η πρώτη φωτογραφία που δεν τράβηξα: το επόμενο βενζινάδικο βρισκόταν στο αντίθετο ρεύμα. Έστριψα, λοιπόν, ο καλός σου μέσα στην Εθνική Οδό (τότε δεν υπήρχαν ακόμα τα διαζώματα) και πορεύτηκα προς τα ΄κεί. Από λάθος εκτίμηση (βρεγμένα τα γυαλιά) δεν κατάλαβα πως το φορτηγό από απέναντι ερχόταν πιο γρήγορα απ' ό,τι νόμιζα. Την γλίτωσα τελευταία στιγμή ενώ ο οδηγός του είχε αλλάξει χίλια χρώματα. Τελευταία στιγμή αναγνώρισα ότι ήταν ένας πρώτος μου ξάδελφος. Δεν του το είπα ποτέ...
Η δεύτερη φωτογραφία που δεν τράβηξα: πιάνω στεγνό κάτω από το στέγαστρο του βενζινάδικού, βγάζω τα παπούτσια να στραγγίσουν, κρεμάω τις βρεγμένες κάλτσες πάνω στην εξάτμιση μπας και στεγνώσουν και ανάβω τσιγαράκι μέχρι να περάσει η μπόρα, κρατώντας νοερή σημείωση να μην το πατήσω όταν τελειώσει.
Μετά το τρίτο τσιγαράκι κι ενώ ήδη κουτσαίνω, γαμοσταυρίζοντας γιατί το έσβησα πατώντας το κι έχοντας ξεχάσει πως ήμουν ξυπόλητος, βλέπω να περνάει με την σακατεμένη BMW να μουγκρίζει, το σκληρό ζευγάρι πούχα δει στην Κόρινθο. Ούτε κράνη, ούτε τίποτε.
Αυτός είχε σφίξει τα μάτια και τα χείλη κι οδηγούσε σταθερά μέσα στο ψιλόβροχο κι εκείνη, κολλημένη πάνω του, μουσκεμένη εντελώς να κοιτάει πέρα προς τη Σαλαμίνα που είχε αρχίσει να ανοίγει το σύννεφο και να φαίνεται το ηλιοβασίλεμα.
Στέγνωσα τις κάλτσες μου, έβαλα τα παπούτσια μου κι έφυγα.
Η πρώτη φωτογραφία που δεν τράβηξα: το επόμενο βενζινάδικο βρισκόταν στο αντίθετο ρεύμα. Έστριψα, λοιπόν, ο καλός σου μέσα στην Εθνική Οδό (τότε δεν υπήρχαν ακόμα τα διαζώματα) και πορεύτηκα προς τα ΄κεί. Από λάθος εκτίμηση (βρεγμένα τα γυαλιά) δεν κατάλαβα πως το φορτηγό από απέναντι ερχόταν πιο γρήγορα απ' ό,τι νόμιζα. Την γλίτωσα τελευταία στιγμή ενώ ο οδηγός του είχε αλλάξει χίλια χρώματα. Τελευταία στιγμή αναγνώρισα ότι ήταν ένας πρώτος μου ξάδελφος. Δεν του το είπα ποτέ...
Η δεύτερη φωτογραφία που δεν τράβηξα: πιάνω στεγνό κάτω από το στέγαστρο του βενζινάδικού, βγάζω τα παπούτσια να στραγγίσουν, κρεμάω τις βρεγμένες κάλτσες πάνω στην εξάτμιση μπας και στεγνώσουν και ανάβω τσιγαράκι μέχρι να περάσει η μπόρα, κρατώντας νοερή σημείωση να μην το πατήσω όταν τελειώσει.
Μετά το τρίτο τσιγαράκι κι ενώ ήδη κουτσαίνω, γαμοσταυρίζοντας γιατί το έσβησα πατώντας το κι έχοντας ξεχάσει πως ήμουν ξυπόλητος, βλέπω να περνάει με την σακατεμένη BMW να μουγκρίζει, το σκληρό ζευγάρι πούχα δει στην Κόρινθο. Ούτε κράνη, ούτε τίποτε.
Αυτός είχε σφίξει τα μάτια και τα χείλη κι οδηγούσε σταθερά μέσα στο ψιλόβροχο κι εκείνη, κολλημένη πάνω του, μουσκεμένη εντελώς να κοιτάει πέρα προς τη Σαλαμίνα που είχε αρχίσει να ανοίγει το σύννεφο και να φαίνεται το ηλιοβασίλεμα.
Στέγνωσα τις κάλτσες μου, έβαλα τα παπούτσια μου κι έφυγα.
15 σχόλια:
Δεκαετία το '80 με παπούτσια Diadora...
Χαχαχαχαχαχαχαχα
Κυκλοφορούν ακόμα σκυλούμπα μου???
(είχα και εγώ ίδια....)
Εε, παρντόν, μια ερώτηση: σύμφωνα με τη σημερινή σου πολυετή εμπειρία στον νοτιοβαλκανικό χώρο, σε ποιον εθνολογικό τύπο θα κατέτασσες την εν λόγω Γ-Υ-Ν-Α-Ι-Κ-Α; Αρβανίτισσα, Βλάχα, Γκραίκα, Σαρακινή, Βενετσιάνα, Σλάβα ή Νορμανδή;
Ευχαριστώ!
Ββσλγς
Αφού το χεις και με τις λέξεις, γιατί τις τσιγκουνευόσουνα τόσο καιρό;
aKanonisti:
Δεν κυκλοφορούν
Ββσλγς:
Σλάβα ή Νορμανδή definitely. Oo
ΠανωςΚ:
BAPYEMAI...
stamata na variesai. mas kaneis kako..
stamata na variesai. mas kaneis kako..
Τι να κάνω, Δέσπω; Χρειάζομαι κι εγώ το γιατρικό μ'...
με ταξίδεψες!!!!!θέλω κι άλλο....!
Κι άλλομ κι άλλο
Πλου
αγόρι μου , καλά τα ηρώα , αλλά τώρα που σε είδαμε στην ανάλυση του θέματος , την πούλεψες.Σιγά τώρα που θα μας γλυτώνεις με τρεις φωτό εις το μέλλον.
(ααααα, τώρα εξηγούνται και οι πιτσικουλιές γιά τη ντουντούκα με τον καπετάνιο πρόπερσι.Ξερ΄ς ισί.)
δ
Αν μια φωτογραφία είναι χίλιες λέξεις, εφτά λέξεις είναι περίπου χίλιες εκατό δεκα λέξεις.
Σκυλάκο , μου φαίνεται πως οι φωτογραφίες που δεν τράβηξες είναι πιο παραστατικές απ'αυτές που τράβηξες :-)
ακομα μία ιστορίουλα;
Τυρι εισουνα και τυρι εισαι ακομα! Ο ετσι με το BMW 250...
Να ελπίζουμε ότι θα έχει και III;
Τρελοτουρίστρια
Έρχεται και η ΙΙΙ, μαζί με τα σχετικά σκαναρίζματα.
Δημοσίευση σχολίου