Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Κού(κ)λα


Αυτή είναι η Κούλα, σκυλίτσα του Πολυτεχνείου. Προσοχή στα δίχρωμα μάτια!

11 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μαζεύεις φωτογραφίες με σκύλους για να δώσεις στον σκυλοπαραγωγό; :-D

Ο σκύλος της Βάλια Κάλντα είπε...

Όχι, κάνω πορνό, λέμε!

aKanonisti είπε...

Κούλα....Λούνα....
Ρίμα.....

Το πιάσαμε το υπονοούμενο....

Η συμφωνία...έκλεισε.....

Αντε και με πλατινένιο.....

:-))))

ΠανωςΚ είπε...

Εγώ προτείνω η καριέρα του Σκύλου να ξεκινήσει με μια διασκευή της γνωστής "Τρέντι Λίτσας", ώστε να πατάει με το δύο (απ' τα τέσσερα) πόδια στο ποιοτικό.
Χρειάζεται βέβαια αναπροσαρμογή στους στίχους κι έτοιμο το χιτ σίνγκλ, με εξώφυλλο τη συγκεκριμένη φωτό:

Κούλα κουκλίτσα, μια σκυλίτσα
με διχρωμία στα ματάκια στη μουρίτσα
Κούκλα Κούλα, πεταχτούλα
κανενός αφεντικού δεν είσαι δούλα.

Ανώνυμος είπε...

Μήπως έχεις νεότερα για την πρόταση που σου έκανα φίλε μου, τρέχουν αρκετές παραγωγές και πρέπει να ξέρω αν τελικά ενδιαφέρεσαι.

Αυτό το σκυλάκι που ανέβασες τώρα είναι καταπληκτικό.

Τάκης
greekmusic22@yahoo.com

Ο σκύλος της Βάλια Κάλντα είπε...

Βρε, μανία, ο παίχτης! Δεν θέλω, βρε αδερφέ, μιλάμε! ΔΕΝ ΘΕΛΩ!

Ανώνυμος είπε...

Εντάξει, δεν θα επιμείνω άλλο, αφού βλέπω ότι πραγματικά δεν θέλεις.

Σου υπόσχομαι να μη σε ξαναενοχλήσω.

Πάντως να ξέρεις ότι εσύ θα χάσεις.

Τάκης
greekmusic22@yahoo.com

anna είπε...

Απο κουκλιά σκυλάκια γεμάτος ο κόσμος!!!Ευτυχώς που η Κούλα έχει κάποιους να την φροντίζουν!!!Τα άλλα???

Ανώνυμος είπε...

Σκύλε,φοβού τους Δαναούς και συνβόλαια φέροντες!

Αζίζ Νεσίν
Οι ουρές των σκύλων

Στα χωριά που γύριζα, πρόσεξα ότι υπήρχαν εκεί πολλά
σκυλιά, όλα μεγάλα, μα δίχως ουρά. Λέω του δασκάλου ενός
χωριού:
"Όπως ξέρω, οι χωριάτες για να γίνουν τα σκυλιά τους
άγρια, τους κόβουν τ' αφτιά, τ' αλατίζουν, τα πιπερώνουν και
τους τα ταγίζουν. Δεν ήξερα όμως ότι τους κόβουν και τις
ουρές."
"Ίσως να 'ναι τέτοια η ράτσα τους", μου απαντάει.
Ρωτάω και το γέρο που με φιλοξένησε σπίτι του:
"Γιατί τα σκυλιά σας είναι χωρίς ουρά; Η ράτσα τους
τόχει;"
Ο γέρος γέλασε:
"Έχουν την ιστορία τους. αν δεν βαριέστε, να σας τη
διηγηθώ:


Ο Μουδούρης (= έπαρχος) μας έστειλε διαταγή: "Αυτό το
χρόνο πρέπει να σκοτώσετε στο χωριό σας 30
αγριογούρουνα!..."
Μόλις μαθεύτηκε η είδηση στο χωριό, τα χάσαμε και δεν
ξέραμε τι να κάνουμε. "Εσένα του μυαλό σου κόβει", μου λένε
οι συγχωριανοί μου. "Άιντε πήγαινε στο Μουδούρη και ξηγήσου
μαζί του". Πήγα. "Μπέη μου", του λέω, "εγώ που με βλέπεις,
έκανα 14 χρόνια στρατιώτης... Ούτε Υεμένη άφησα, ούτε
Τρίπολη, ούτε Τσανάκ Καλέ, ούτε Καύκασο..."

Μου λέει ο Μουδούρης: "Μη μιλάς πολύ, μ' αυτό που
έκανες ξεπλήρωσες το χρέος σου στην πατρίδα, έκανες το
καθήκον σου. θέλεις και τα ρέστα τώρα;" "Θεός φυλάξοι, μπέη
μου", του λέω, "δεν ήθελα να πω τέτοιο πράμα!... Ύστερα, πήγα
εθελοντής στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Μάζεψα γύρω μου τα
παλικάρια και βγήκα στο βουνό... Μου δώσανε κοτζάμ χαρτί,
σαν σεντόνι, που έλεγε: Διοικητής Μετώπου..."

Ο Μουδούρης:
"Με απασχολείς με τις αερολογίες σου. μην ανακατώνεις
παλιές ιστορίες, πες μου γρήγορα ό,τι έχεις να πεις."
Εγώ πάλι συνέχισα να του εξηγώ:
"Δόξα τω Θεώ, κερδίσαμε τον πόλεμο. Έτσι λαβωμένος
από τις σφαίρες, τα σράπνελ και τις ξιφολόγχες γύρισα στο
χωριό."
2

Όμως ο Μουδούρης δεν μ' άφηνε με κανένα τρόπο ν'
αποτελειώσω το λόγο μου:
"Δηλαδή", λέει, "διά τας προς το έθνος υπηρεσίας σου
θέλεις να σου κόψουμε κανένα μισθό; Δε βλέπεις τι τραβάει
αυτό το φτωχό μας κράτος;"
"Πώς δεν το βλέπω, μπέη μου, ακόμα δεν πέρασε βδομάδα
που ο φοροεισπράκτορας κατάσχεσε τη γελάδα μου. Στάσου να
σου εξηγήσω... Δόξα τω Θεώ, ό,τι είχε να μου δώσει το κράτος,
μου το έδωσε. Έχω και μετάλλιο με κόκκινη κορδέλα... Έχω και
πιστοποιητικά με σφραγίδες και χρυσά γράμματα... Να μην τα
πολυλογούμε, μια χρονιά είχε έρθει στο χωριό μας ένας
δάσκαλος. Πάνω σε συζητήσεις του είχα εξιστορήσει τα όσα
τράβηξα. Κι εκείνος τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα μ' έβαζε
και διηγόμουνα κι ένα ένα τά 'γραφε. Καλή του ώρα, μετά
διορίστηκε αλλού. Πέρασε κάμποσος καιρός. Ένα παιδί που είχε
πάει στη χώρα για σπουδές, γύρισε μια μέρα στο χωριό και μου
λέει: 'Κοίτα τσαούς νταή, η εφημερίδα γράφει για σένα'.
Όπως φαίνεται, ο καλός μας είχε πουλήσει στην εφημερίδα
τη βιογραφία μου!... Μ' αυτό ήθελα να πω, ότι η ιστορία της
ζωής μου, εκτός απ' αυτό, δεν απόφερε άλλα κέρδη. Και τα
κέρδη αυτά τα καρπώθηκε άλλος. Δε ζητάω τίποτα από κανένα.
Άλλοτε, στις επίσημες γιορτές μας φωνάζανε στη χώρα και
παίρναμε μέρος στις παρελάσεις. Τώρα γέρασα και δεν σέρνω τα
πόδια μου. Τότε φορούσα τη στολή του αξιωματικού και
ζωνόμουνα το σπαθί. Τώρα άσπρισαν τα μαλλιά μου, δεν μου
πάει πια η ωραία εκείνη στολή. Όχι στολή αξιωματικού, ούτε
σαλβάρι δεν μπορούμε να ράψουμε τώρα!"

Ο Μουδούρης:
"Ύστερα απ' αυτά, τι άλλο ζητάς, πασά ήθελες να σε
κάμουνε; Δεν κοιτάζεις εμένα που σπούδασα τόσα χρόνια και
είμαι ακόμα Μουδούρης;"
"Μπέη", του λέω, "μην κοιτάζεις τα σημερινά χάλια μου...
Είχα άλλοτε στις διαταγές μου πεντακόσιους καβαλάρηδες και
χίλια μάουζερ. Μ' έτρεμαν όλοι. Πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμα;
Ούτε λεφτά θέλω, ούτε πασαλίκι θέλω!"
"Καλά, τι θέλεις;"
"Μ' έστειλαν εδώ οι συγχωριανοί μου. Διατάξατε λέει, να
ξολοθρέψουμε φέτος στο χωριό μας τριάντα αγριογούρουνα!...
Ο σκοπός της επίσκεψής μου είναι αυτός: Εκτός από μένα,
κανένας άλλος στο χωριό μας, ούτε είδε, ούτε ξέρει πώς είναι τα
αγριογούρουνα. Κι εγώ τα είδα στο μέτωπο της Γαλικίας. Ήταν

3

ένας λοχαγός που τον λέγανε Ετέμ μπέη. Αν πέθανε, θεός
σχωρέσ' τον, αν ζει, να κουδουνίζουν τ' αφτιά του. Είχε κάτι
μουστάκες που μπορούσαν να κρεμαστούν απ' αυτές δυο
μουδούρηδες σαν κι εσένα. Κάποια σφαίρα με τραυμάτισε στο
πόδι. Στο δρόμο ούρλιαζα από τον πόνο.
'Τι έχεις, λοχία, λαβώθηκες;' μου λέει.
'Όχι, μπέη μου', του απαντώ.
Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης ήταν διαφορετικοί.
Βλέποντας ότι είχα μείνει πίσω από τη μονάδα μου, με
φορτώθηκε ο γίγας αυτός στην πλάτη του και με κουβάλησε ως
το τσαντίρι του γερμανικού χειρουργείου. Να, πώς είδα για
πρώτη φορά γουρούνι στο γερμανικό εκείνο νοσοκομείο. Οι
Γερμανοί θρέφαν γουρούνια για το συσσίτιο. Από φόβο μη μου
δώσουν χοιρινό κρέας στο νοσοκομείο, απόφευγα να τρώω
κρεατερά.* Με συγχωρείς που σε πονοκεφάλιασα. εμείς οι γέροι
μιλάμε παραπάνω. Εκτός από μένα, κανένας άλλος στο χωριό
μας, ούτε είδε, ούτε ξέρει πώς είναι το γουρούνι!"
Ο Μουδούρης θύμωσε κι άρχισε να φωνάζει:
"Τα πολλά λόγια είναι φτώχια, φέτος θέλω απ' το χωριό
σας τριάντα γουρούνια. Μ' αυτόν τον τρόπο θα μάθετε τι λογής
ζώο είναι τα γουρούνια. και θα τα σκοτώσετε κιόλας!"
"Μπέη", του λέω, "στο χωριό μας δεν έχουμε γουρούνια,
ούτε και στα γύρω χωριά. Εμείς μόνο για βρισιά χρησιμοποιούμε
τ' όνομά του. Όταν θυμώσουμε κάποιον, του λέμε 'γουρούνι!'. κι
αν θυμώσουμε ακόμα πιο πολύ, τον βρίζουμε 'παλιογούρουνο!'
Ιδέα όμως δεν έχουμε πώς είναι το γουρούνι."
Βγάζει ο Μουδούρης ένα μεγάλο έγγραφο και λέει:
"Βρε, αμόρφωτοι άνθρωποι που είστε. για κοίταξε τι γράφει
εδώ το ντοβλέτι που τόσο σας σκέφτεται. Όλα είναι γραμμένα
εδώ. Ξέρεις γράμματα;"
"Όχι!"
"Και μας έγινες και ίλαρχος!..."
"Μπέη", του λέω, "δεν ενοχλεί κανέναν αυτό."
"Άκουσε", μου λέει, " κοίταξε τι γράφουν αυτά τα χαρτιά:
'ο μεγαλύτερος εχθρός της καλλιεργείας του αραβοσίτου είναι ο
αγριόχοιρος. Και ο αραβόσιτος είναι διά την χώραν μας η
μεγαλυτέρα προσοδοφόρος πηγή... Διά να δυνηθή ο χωρικός να
συγκεντρώση μεγαλυτέραν ποσότητα αραβοσίτου...' Με
καταλαβαίνεις; Δηλαδή, για το καλό σας, πρέπει, λέει, να
εξοντώσετε τα αγριογούρουνα!... Δεν καταλαβαίνετε σεις
τούρκικα; Είναι ανάγκη να ξεπαστρεφτούν τ' αγριογούρουνα."


4

"Κατάλαβα, μπέη μου, βέβαια, πρέπει να σκοτωθούν τ'
αγριογούρουνα. Δείξε μας τα, να τα σκοτώσουμε. Όμως εμείς
δεν σπέρνουμε καλαμπόκι... και οι πατεράδες των πατεράδων
των πατεράδων μας, δεν έσπερναν καλαμπόκι..."
"Να σπείρετε καλαμπόκι, φίλοι μου, αντί να τεμπελιάζετε.
Να 'ρθούν τ' αγριογούρουνα στις καλαμποκιές κι εσείς να τα
χτυπήσετε. Να πιάσει τόπο και η διαταγή του κράτους."
"Στις διαταγές σας, μπέη μου, για να το σπείρουμε, το
σπέρνουμε, δεν φυτρώνει όμως το αφιλότιμο... Στα δικά μας τα
χώματα δεν ευδοκιμεί το καλαμπόκι. Όπως θα ξέρετε, σε μας
εδώ κάνει χειμώνα έξι και οχτώ μήνες. Το χιόνι δεν λείπει!"
"Για το κάθε τι βρίσκετε και μια πρόφαση. Ο Αμερικάνος
αγρότης πάνω στον πάγο, στον Βόρειο Πόλο, καλλιεργεί
γαριφαλιές. Μόνο μάθατε να λέτε 'δεν γίνεται'..."
Πήγαινα να σκάσω πια απ' το κακό μου.
"Πέστε σ' αυτούς που σας δώσανε αυτή τη διαταγή, να μη
χιονίσει φέτος, για να σπείρουμε κι εμείς καλαμπόκι, να 'ρθούν
αγριογούρουνα στις καλαμποκιές για να μπορέσουμε να τα
σκοτώσουμε."
"Για κοίτα με καλά", μου λέει, "φέρεσαι ανευλαβώς σε
επίσημο πρόσωπο, η ποινή αρχίζει από δυο χρόνια φυλάκιση..."
"Με συγχωρείτε, μπέη μου, ποιοι είμαστε εμείς για να
προσβάλουμε την εξοχότητά σας! στο χωριό μας δεν έχουμε
αγριογούρουνα..."
"Για δες τον, ακόμα επιμένει. δε μου λες, εσύ ξέρεις πιο
καλά ή αυτοί που έβγαλαν τη διαταγή, αν έχει ή δεν έχει
γουρούνια στο χωριό σας; Εεε, απάντησε λοιπόν!"
"Εμείς είμαστε απλοί άνθρωποι, πού να το ξέρουμε; Όμως
σας το ξαναλέω, δεν έχουμε γουρούνια στο χωριό μας!"
"Μωρέ αυτοί που έβγαλαν τη διαταγή ξέρουν τι τους
γίνεται. Κοιτάζουν πρώτα τους χάρτες, σκαλίζουν τα κιτάπια
τους και ύστερα απ' αυτό αποφασίζουν. Ίσως να υπάρχουν
γουρούνια και να μην το ξέρετε. Ανοίξτε τέσσερα τα μάτια
σας!..."
"Να τ' ανοίξουμε, μπέη μου, αλλά σας τόπα, στο χωριό δεν
υπάρχουν γουρούνια!..."
"Τι αχάριστοι άνθρωποι που είστε και τι χοντροκέφαλοι.
Κοπιάζουμε για το καλό σας, προσπαθούμε να σας κάνουμε
ανθρώπους, αλλά δεν καταλαβαίνετε. Αυτή τη διαταγή την
έδωσε κοτζάμ Υπουργός Γεωργίας. Την έστειλε σ' όλες τις
Νομαρχίες. Βέβαια, κοτζάμ βαλής δεν θα πάει να κυνηγήσει


5

αγριογούρουνα... Κι εκείνος λέει στον καϊμακάμη ότι θέλει αυτό
το χρόνο απ' τον καζά του τόσα αγριογούρουνα. Κι εκείνος
έγραψε σε μένα, κι εγώ έγραψα σε σας. Βρε, τι οπισθοδρομικοί
άνθρωποι που είστε. Έκαναν καταμερισμό σε κάθε χωριό, και
στο δικό σας αναλογούν τριάντα αγριογούρουνα..."
"Μουδούρ μπέη", του λέω, "για να 'μαστε αγαθοί, είμαστε,
και ξεροκέφαλοι ακόμα είμαστε. όμως γουρούνια στο χωριό,
γιοκ!"
"Το ντοβλέτι δεν τα θέλει από σας τα γουρούνια τζάμπα. θα
μου φέρετε τις ουρές των γουρουνιών που θα σκοτώσετε. Κι
εγώ θα σας δώσω χαρτί... Τα πιστοποιητικά θα τα πάτε για
έγκριση στη Διεύθυνση Γεωργίας. Ύστερα θα πάτε στην τράπεζα
και για κάθε ουρά γουρουνιού θα πάρετε δωδεκάμισι γρόσια. τι
άλλο θέλετε; Εσείς δεν θέλετε το καλό σας. Το καταλαβαίνετε,
σ' όλα τα μέρη του κράτους θα γίνει εξόντωση των
αγριόχοιρων. Για πες μου να δω, πόσο έχει το κιλό το σιτάρι;"
"Η τράπεζα το αγοράζει προς οχτώ γρόσια."
"Είδες τώρα; Μια γουρουνίσια ουρά ισοδυναμεί με ενάμισι
κιλό σιτάρι. Να 'μουνα εγώ στη θέση σας, αντί να παιδευόμουνα
στα χωράφια 'συν γυναιξί και τέκνοις', θα πουλούσα στο κράτος
γουρουνίσιες ουρές. Εμπρός, μαρς! Δε θέλω παραπανίσιες
κουβέντες. Η διαταγή είναι διαταγή. Αν δεν γίνει αυτό πού 'πα,
θα στείλω τους χωροφύλακες στο χωριό να σας δείξουν!"
"Ο Θεός να σας χαρίζει χρόνια", του είπα κι έφυγα.
Πήγα στο χωριό. τους εξήγησα με το νι και με το σίγμα
αυτά που είπε ο Μουδούρης. Πετιέται ένας και λέει: "Να
θρέψουμε γουρούνια να δώσουμε τις ουρές τους στο
Μουδούρη!" Οι άλλοι πατήσανε πόδι κι είπαν ότι δεν βάζουν στο
χωριό τέτοιο βρωμερό ζώο. Βρέθηκε ένας γνωστικός. Εκεί που
είχε κάνει το στρατιωτικό του, έχει, λέει, πολλά αγριογούρουνα!
"Τσαούς αγά, μου λένε, κάνε τον κόπο και πήγαινε ως εκεί να
μας φέρεις τριάντα ουρές!..."
Ο τόπος εκείνος ήταν μακριά, δυο μέρες ταξίδι με το
τρένο. "Αφού είναι έτσι", τους λέω, "γιατί να μην πάρω
περισσότερες ουρές να τις πουλήσουμε και να βγάλουμε τα
έξοδά μας." Αποφασίσαμε να πάρουμε δάνειο από την τράπεζα.
Πήρα και δυο τσουβάλια και βγήκα στο δρόμο...
Να μην τα πολυλογούμε, πήγα στο μέρος που μου είπανε.
Εκεί είχε πολλά αγριογούρουνα... Αλλά μήπως δεν ήταν άλλος
πιο έξυπνος από μένα; Όπως φαίνεται, πήγαν κι άλλοι
ανοιχτομάτηδες σαν κι εμένα εκεί για ν' αγοράσουν


6

γουρουνίσιες ουρές. και στο παζάρι στοιβαγμένες σε λόφους οι
γουρουνίσιες ουρές! Κι ο κόσμος ν' αγοράζει, πατείς με πατώ
σε...
"Ένα μετζήτι * η καθεμιά!"
"Δε συμφέρει ένα μετζήτι. Το σιχαμένο θα το πουλήσουμε
στο κράτος δωδεκάμισι γρόσια. Τι δηλαδή, να ζημιώσουμε
κιόλας; Και τα έξοδα του ταξιδιού;"
Παζάρι στο παζάρι, συμφώνησα να πάρω διακόσιες ουρές
προς δεκαπέντε γρόσια. Τις έδειξα σε κάτι εμπόρους στο χάνι.
"Βρε παπούλη", μου λένε, "δεν είδες καθόλου
γουρουνίσιες ουρές;"
"Γιατί, τι έχουν;"
"Καλέ, αυτές είναι σκυλίσιες ουρές!"
Όπως φαίνεται, ο κατεργάρης είχε κόψει σκυλίσιες ουρές,
τις είχε πασαλείψει με λάδι και μου τις φούσκωσε για
γουρουνίσιες ουρές!...
"Και τώρα τι θα γίνει;" τους κάνω.
"Τίποτα", μου λένε. "Πάρε τις ουρές, κόψτες ακόμα λίγο,
κόντυνέ τες, άλειψέ τες και συ με λίγο λάδι, και πήγαινε τες
στον Επιθεωρητή Γεωργίας. δε θα καταλάβει τίποτα...
Ο καιρός ήταν ζεστός κι ο δρόμος μακρύς, αρχίσανε να
βρωμάνε και να σκουληκιάζουν οι ουρές... Αρχίσαν να
μουρμουρίζουν στο τρένο:
"Τι βρωμάει έτσι;"

Όταν έφτασα στο χωριό, μου λένε:
"Τσαούς αγά, τώρα θ' αρχίσουμε να κυνηγάμε τις κάργιες.
Ο Μουδούρης ζητάει από μας διακόσια κεφάλια κάργιες."
"Από κάργιες άλλο τίποτα, μην αφήνετε φτερούγα για
φτερούγα. Ύστερα από δεκαπέντε μέρες, θ' αρχίσει το κυνήγι
της ακρίδας. Παρακαλάτε μόνο να μη μας ζητήσει και ακρίδα
κεφάλια!"
Μάθανε απ' τ' άλλα χωριά ότι πουλάμε γουρουνίσιες ουρές
και πλάκωσε η πελατεία. Είχαμε και κέρδος...
Τις πήγα τις τριάντα ουρές στο Μουδούρη.
"Είδες", λέει, "που βρέθηκαν τόσα γουρούνια στο χωριό
σας. Και κάτι ουρές, για κοίτα, χοντρές, χοντρές... Ποιος ξέρει τι
γουρούνια θα ήταν!..."
Απ' εκείνη τη μέρα και ύστερα, δεν πατούσε κανείς στο
σπίτι μας, γιατί το θεωρούσαν ακάθαρτο. ούτε και μου δίναν το
χέρι τους, επειδή είχα πιάσει, λέει, γουρουνίσιες ουρές. Πήρα

7

κατά μέρος μερικούς γνωστικούς του χωριού και τους εξήγησα
πώς έχουν τα πράματα.
Κάποιος ανοιχτομάτης απ' αυτούς, άρχισε αμέσως τη
δουλειά. Στα μέρη μας δεν έμεινε σκύλος με ουρά. Πήγε και στη
χώρα και τώρα κάνει εμπόριο με ουρές σκύλων.
Τις προάλλες πήγα και τον είδα:
"Πώς είσαι;", του λέω.
"Δόξα τω Θεώ", μου απαντάει. "Κατάφερα και ζω χάρη στα
σκυλιά."

Ο σκύλος της Βάλια Κάλντα είπε...

Διδακτικότατον το παραμύθι του Αζίζ Νεσίν, ανώνυμε! Αλλά εγώ τα λέω του σκύλου μου κι εκείνος της ουράς του...

demetrat είπε...

Βρε Τάκη μου, δε θέλει η Λαλούνα, δε θέλει!
Μπάαααααααααα
Τάξτου τίποτε σε φαγώσιμο και συ.
δ