Τέλη Οκτωβρίου 1986. Να μην είσαι καλά-καλά ούτε 25 χρονώ,
να έχεις πληρωθεί την πρώτη σου δουλειά και να φεύγεις για διευρυμένο τριήμερο
της 28ης Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη. Τι άλλο θέλεις;
Βάζεις το κράνος στο σάκο, αφήνεις έξω τις νιτσεράδες και μπαίνεις στο τρένο.
Όλο και κάποια μοτοσικλέτα θα βρεις να κυκλοφοράς στη Θεσσαλονική.
Μόλις φτάνεις στην κατάληψη της λεωφόρου Νίκης, πέφτει το σύρμα για εκδρομή στο Περτούλι. «Φύγαμε!». Η δανεική μοτοσικλέτα γουργουράει σαν χοντρός γάτος, η διαδρομή είναι εξαίρετη. Αν είσαι, τυχερός, σκέφτεσαι, θα έλθει από την Αθήνα και το
άτομο.
Αν όχι, δεν χάθηκε ο κόσμος, παρέα έχουμε.

Ανεβαίνοντας, στα Λειβάδια Περτουλίου σταματάμε για καφέ. Ένας καραγκιόζης με Μερτσεντέ και πέτσινο βαυαρικό κοντοβράκι κομπάζει για το νεκρό ζαρκάδι, που έχει δεμένο στο καπό του. Από κυνηγετική ρεζέρβα το χτύπησε το έρ'μο, σαν πρόβατο ήτανε.
Φεύγοντας, χαράζουμε από μία πλευρά της Μερτσεντέ ο καθένας.
Η BMW έχει πολύ σκληρά κλειδιά.

Φτάνοντας, αμολάμε τα σλίπινγκ μπαγκ στις κουκέτες του ξενώνα της Γεωπονικής (κάπου
εδώ) και βγαίνουμε για βόλτες στο δάσος. Την αράζουμε στις λιακάδες, χαζεύουμε τη
ζωή στο Περτούλι, κάνουμε
επισκέψεις και περνάμε πέντε ωραίες ημέρες.

Την τελευταία μέρα, βρέχει ο Θεός με το Θεό. Οδηγάω όπως-όπως, καθώς το κράνος μου δεν έχει ζελατίνα, και όσες σταγόνες της βροχής δεν προλάβω να τις γλείψω, κατεβαίνουν ως τον λαιμό μου. Η συνεπιβάτης μου (χωρίς κράνος καν) ουρλιάζει από το κρύο. Στο φανάρι της Λάρισας για την Εθνική προς Θεσσαλονίκη, βρίσκουμε άλλα δύο παιδιά με ένα CB 250 RS (το κάτωθι εικονιζόμενο) που είχαμε γνωρίσει στον ξενώνα. Έχουν, από θαύμα, μαζί τους ένα στεγνό μάλλινο πουκάμισο, ό,τι πρέπει για να κρατηθώ στεγνός μέσα από το μουλιασμένο δερμάτινο μέχρι τη Θεσσαλονίκη.
Και η φωτογραφία που δεν τράβηξα: ένα βράδυ πηγαίνουμε κατά το Νεραϊδοχώρι. Καμία σχέση με το
σημερινό χωριό με τους δρόμους και τα μαγαζιά του. Στο καφενείο έχει αράξει μια παρέα μηχανόβιων. Με τις μπότες τους, τα δερμάτινά τους, τα μούσια τους, τα ωραία τους. Πιάνουνε να χορεύουνε και τρίζουν τα σανίδια από τις πεταλωμένες μπότες.
Μια γριούλα, στην άκρη του πάγκου, δακρύζει και κάτι μουρμουράει. Στήνω αυτί και ακούω κάτι σαν «
Άχ, σαν τον Άρ' κι τα παλικάργια τ'». Υποψιάζομαι πως είχε κάποιον γιό και τον έχασε από μηχανάκι, λουφάζω στην άκρη μου, πίνω το τσιπουράκι μου, βλέπω την ξυλόσομπα να μπουμπουνίζει και ακούω τη βροχή να πέφτει στον τσίγκο.
Μετά από χρόνια θυμάμαι το περιστατικό. Και επειδή έχω πλέον μάθει ότι το Περτούλι ήταν στρατηγείο του ΕΛΑΣ στην Αντίσταση, υποψιάζομαι, πλέον, ότι
άλλον Άρη εννοούσε η γιαγιά. Θα 'θελα να έχω φωτογραφίσει τη γιαγιά με τους μηχανόβιους.
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: Καλά τους θυμόμουν τους μάγκες με τις κόκκινες μπαντάνες ότι ήταν της ΛΕΜΟΤ.
Εδώ βρήκα κάποιους που αναγνωρίσαν τους εαυτούς τους. Χεχε!