Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011
Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011
Μια (ή μάλλον δύο) εκδρομές στη Βάλια Κάλντα
Μέχρι να περάσει ο χειμώνας ας αναχαράζουμε τις παλιές φωτογραφίες.
Για τι άλλο τις τραβάμε, άλλωστε; Και για να δοκιμάσω τα αντανακλαστικά ορισμένων θαμώνων του μπλογκ.
Εδώ, πρόπερσι τον Αύγουστο, στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού.
Για τι άλλο τις τραβάμε, άλλωστε; Και για να δοκιμάσω τα αντανακλαστικά ορισμένων θαμώνων του μπλογκ.
Εδώ, πρόπερσι τον Αύγουστο, στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού.
Εδώ, πάλι πρόπερσι, με μια παρέα διανοούμενων και κάγκουρων.
Οι τρείς εξ αυτών ήδη έχουν μεταναστεύσει.
Οι τρείς εξ αυτών ήδη έχουν μεταναστεύσει.
Οι βετεράνοι της κοιλάδας βαργιούνται την βόλτα και την αράζουν στον χώρο του πικ νικ.
Πού να τρέχεις, τώρα...;
Πού να τρέχεις, τώρα...;
Ετικέτες
Βάλια Κάλντα,
Γουφ
Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011
Ένα πικρό αλλά εύστοχο σκίτσο
Διαβάζω αυτές τις μέρες για τα ποσά που σπαταλήθηκαν σε διάφορες απίστευτες ΜΚΟ, καθώς και για το ότι κάποιοι άθλιοι στα Γρεβενά σκότωσαν αρκούδα και τηνε μαγείρεψαν!
Την υπόθεση εντόπισαν τα παιδιά από την «Καλλιστώ».
Δεν μπορώ, ωστόσο, να μην γελάσω με το ευφυές σκίτσο του Αντρέα Πετρουλάκη από την «Καθημερινή».
ΥΓ Εγώ τα έχω κάψει ή η προοπτική του σκίτσου μου θυμίζει κάπως την Μόρφα;
Ετικέτες
Αλλουνού,
Βάλια Κάλντα
Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011
Μια βόλτα στους μίζερους δρόμους της πόλης
Σε μια εσοχή στον πεζόδρομο της οδού Κλεισόβης, μεταξύ Θεμιστοκλέους και Κάνιγγος,
βλέπω φάτσα-φάτσα αυτά τα δύο αριστουργήματα.
(Για τον Ψαραντώνη δείτε εδώ κι εδώ)
Μάλλον ο ίδιος τα έχει κάνει.
βλέπω φάτσα-φάτσα αυτά τα δύο αριστουργήματα.
(Για τον Ψαραντώνη δείτε εδώ κι εδώ)
Μάλλον ο ίδιος τα έχει κάνει.
Στη γωνία Σολωμού 18 και Σουλτάνη (μια από τις πιο μίζερες διασταυρώσεις της πόλης) μια είσοδος πολυκατοικίας πανέμορφη.
Εδώ έχουμε και υπογραφή!
Αλλοδαπός ο μάστορας. Να απελαθεί γιατί ομορφαίνει την πόλη μας!
Βρήκα στοιχεία για τον Άλεξ Μαρτίνεζ, εδώ.
Αλλοδαπός ο μάστορας. Να απελαθεί γιατί ομορφαίνει την πόλη μας!
Βρήκα στοιχεία για τον Άλεξ Μαρτίνεζ, εδώ.
Το ισόγειο μιας πολυκατοικίας, με το ίδιο φυσικό θέμα αλλά χωρίς τα τροπικά ζώα, πάλι στην οδό Σολωμού, στο νούμερο 5.
Και τέλος ένα ψαράδικο στην οδό Θεμιστοκλέους. Η οποία είναι η πρωτεύουσα του ελληνικού γκόθικ, άρα ο γκραφιτάς είχε κάθε λόγο να φτιάξει ένα χταπόδι μεγέθους Κράκεν με τον ψαρά να ανθίσταται ηρωϊκά για την ταυτότητά του. Προσοχή στο όνομα της βάρκας!
Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011
Από τη λίμνη Μουτσάλια στο Γράμο
Πέρυσι το καλοκαίρι ξανανέβηκα στη λίμνη Μουτσάλια.
Το γιατάκι, για το οποίο έχομε ξαναμιλήσει και πέρυσι, έβγαλε μια χαρά τον χειμώνα.
Σε αντίθεση με ένα κιόσκι του Δασαρχείου, το οποίο κατέρρευσε.
Σε αντίθεση με ένα κιόσκι του Δασαρχείου, το οποίο κατέρρευσε.
Ετικέτες
Γράμος
Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011
Ιστορίες μοτοσικλέτας ΙΙ
Τέλος καλοκαιριού 1983. Νομίζω. Την προηγούμενη χρονιά αγόρασα το πρώτο μου μηχανάκι.
Το εικονιζόμενο Σουζούκι. Ποδήλατο δεν είχα μάθει ποτέ, καβάλλησα το μηχανάκι, έπεσα, σηκώθηκα, ξανάπεσα, ξανασηκώθηκα, κάποια στιγμή έμαθα να μην πέφτω τόσο συχνά. Οδήγησα μοτοσικλέτα επί ένα τέταρτο του αιώνα, χωρίς να σπάσω ούτε νύχι.
Τον Οκτώβριο του 2006 κατάλαβα ότι την ΧΤ 600 δεν «την είχα» πιά. Οπότε εφάρμοσα το «πούλα την πριν σε πουλήσει».
Βλέπω τώρα τους πιτσιρικάδες φίλους μου να μιλάνε στο κινητό, να μην φοράνε σωστά παπούτσια, γάντια ή κράνος και τους κράζω, ο κωλόγερος.
Λες κι εγώ στην ηλικία τους δεν είχα κάνει τέτοιες καγκουριές ή και χειρότερες...
Με σόρτς και σαγιονάρες (μόνο!) πλαγιάσματα με την Ducati 600 του Ν.Θ. στη Χαλκιδική το καλοκαίρι του 1986 και να ξύνει το γόνατο την άσφαλτο. Αλλά γι' αυτά θα γράψομε στο Ιστορίες μοτοσικλέτας ΙΙΙ.
Τέλος πάντων, αφού τηνε γλιτώσαμε καλά ήταν!
Τέλος καλοκαιριού 1983, λοιπόν, κι επιστρέφω από το χωργιό μ'.
Μοναδικός εξοπλισμός ένα νάϊλον μπουφάν της πλάκας και το εικονιζόμενο κράνος. Χωρίς ζελατίνα πάντα! Στον ισθμό της Κορίνθου σταματάω στα σουβλατζίδικα για καφέ. Δίπλα, μία παλιά BMW 250άρα, φτιαγμένη σε τσόπερ. Της κακιάς ώρας. Αλλά δεν θα τόλεγα ποτέ αυτό στον οδηγό της, ένα ζόρικο παληκάρι με αλογοουρά και τατού. Κάπνιζε άφιλτρα και καθόταν στο πεζούλι, δίπλα στη μηχανή του. Μου θύμισε τον Φάνη από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαΐδη.
Εγώ, επειδή ήμουν πάντα «καλό παιδί» (και μέχρι να ποθάνω αυτή η ρετσινιά του «καλού παιδιού» θα με ακολουθεί) κάτι τέτοια εργατόπαιδα, σκληρά κι απόμακρα, τα συμπαθάω αλλά μένω μακριά τους.
Μπαίνω να πάρω καφέ και τηνε βλέπω. Δεν μπορούσες να την πεις «κορίτσι» ή «κοπέλα», πόσο μάλλον «φιλενάδα». Παρότι δεν πρέπει να με ξεπερνούσε στην ηλικία κάνα-δυό χρόνια ήταν «Γ-υ-ν-α-ί-κ-α». Σ' αυτό συνηγορούσε πως η ομορφιά της διανθιζόταν από μια δόση σκληρότητας και μια πρέζα χυδαιότητας, που την απάλλασαν μια και καλή από γλυκερές αναφορές του στυλ «άγγελος», «ζωγραφιά», «Παναγία» ή «κούκλα».
Το σώμα της είχε από φυσικού του όλα όσα θάθελε η Πάμελα Άντερσον νάχε στο δικό της και πλήρωσε έναν σκασμό λεφτά για να τα αποκτήσει. Σε τούτην όλα φυσικά και στο ύψος τους. Ήταν και κάνα 1.70, η ρουφιάνα, με μια ξανθωπή αλογοουρά, κοτσίδα, δύο σχιστά πράσινα μάτια (μία ουλή στο ένα φρύδι) και ένα στόμα πλούσιο αλλά σκληρό. Σαν ρόδο της ερήμου, κάπως. Ντυμένη με ένα λιγδιασμένο τζίν και ένα λευκό Τι-σέρτ.
Ήπια τον καφέ μου, κοντεύοντας να αλληθωρίσω προς το μέρος της, έκανα κι ένα τσιγαράκι (με φίλτρο, πάντα!) και ξεκίνησα προς την Αθήνα, γιατί δεξιά, πάνω από τη Σαλαμίνα, είχε αρχίσει να μαζεύει σύννεφα. Στον δρόμο με πρόλαβε η βροχή.
Το εικονιζόμενο Σουζούκι. Ποδήλατο δεν είχα μάθει ποτέ, καβάλλησα το μηχανάκι, έπεσα, σηκώθηκα, ξανάπεσα, ξανασηκώθηκα, κάποια στιγμή έμαθα να μην πέφτω τόσο συχνά. Οδήγησα μοτοσικλέτα επί ένα τέταρτο του αιώνα, χωρίς να σπάσω ούτε νύχι.
Τον Οκτώβριο του 2006 κατάλαβα ότι την ΧΤ 600 δεν «την είχα» πιά. Οπότε εφάρμοσα το «πούλα την πριν σε πουλήσει».
Βλέπω τώρα τους πιτσιρικάδες φίλους μου να μιλάνε στο κινητό, να μην φοράνε σωστά παπούτσια, γάντια ή κράνος και τους κράζω, ο κωλόγερος.
Λες κι εγώ στην ηλικία τους δεν είχα κάνει τέτοιες καγκουριές ή και χειρότερες...
Με σόρτς και σαγιονάρες (μόνο!) πλαγιάσματα με την Ducati 600 του Ν.Θ. στη Χαλκιδική το καλοκαίρι του 1986 και να ξύνει το γόνατο την άσφαλτο. Αλλά γι' αυτά θα γράψομε στο Ιστορίες μοτοσικλέτας ΙΙΙ.
Τέλος πάντων, αφού τηνε γλιτώσαμε καλά ήταν!
Τέλος καλοκαιριού 1983, λοιπόν, κι επιστρέφω από το χωργιό μ'.
Μοναδικός εξοπλισμός ένα νάϊλον μπουφάν της πλάκας και το εικονιζόμενο κράνος. Χωρίς ζελατίνα πάντα! Στον ισθμό της Κορίνθου σταματάω στα σουβλατζίδικα για καφέ. Δίπλα, μία παλιά BMW 250άρα, φτιαγμένη σε τσόπερ. Της κακιάς ώρας. Αλλά δεν θα τόλεγα ποτέ αυτό στον οδηγό της, ένα ζόρικο παληκάρι με αλογοουρά και τατού. Κάπνιζε άφιλτρα και καθόταν στο πεζούλι, δίπλα στη μηχανή του. Μου θύμισε τον Φάνη από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαΐδη.
Εγώ, επειδή ήμουν πάντα «καλό παιδί» (και μέχρι να ποθάνω αυτή η ρετσινιά του «καλού παιδιού» θα με ακολουθεί) κάτι τέτοια εργατόπαιδα, σκληρά κι απόμακρα, τα συμπαθάω αλλά μένω μακριά τους.
Μπαίνω να πάρω καφέ και τηνε βλέπω. Δεν μπορούσες να την πεις «κορίτσι» ή «κοπέλα», πόσο μάλλον «φιλενάδα». Παρότι δεν πρέπει να με ξεπερνούσε στην ηλικία κάνα-δυό χρόνια ήταν «Γ-υ-ν-α-ί-κ-α». Σ' αυτό συνηγορούσε πως η ομορφιά της διανθιζόταν από μια δόση σκληρότητας και μια πρέζα χυδαιότητας, που την απάλλασαν μια και καλή από γλυκερές αναφορές του στυλ «άγγελος», «ζωγραφιά», «Παναγία» ή «κούκλα».
Το σώμα της είχε από φυσικού του όλα όσα θάθελε η Πάμελα Άντερσον νάχε στο δικό της και πλήρωσε έναν σκασμό λεφτά για να τα αποκτήσει. Σε τούτην όλα φυσικά και στο ύψος τους. Ήταν και κάνα 1.70, η ρουφιάνα, με μια ξανθωπή αλογοουρά, κοτσίδα, δύο σχιστά πράσινα μάτια (μία ουλή στο ένα φρύδι) και ένα στόμα πλούσιο αλλά σκληρό. Σαν ρόδο της ερήμου, κάπως. Ντυμένη με ένα λιγδιασμένο τζίν και ένα λευκό Τι-σέρτ.
Ήπια τον καφέ μου, κοντεύοντας να αλληθωρίσω προς το μέρος της, έκανα κι ένα τσιγαράκι (με φίλτρο, πάντα!) και ξεκίνησα προς την Αθήνα, γιατί δεξιά, πάνω από τη Σαλαμίνα, είχε αρχίσει να μαζεύει σύννεφα. Στον δρόμο με πρόλαβε η βροχή.
Σε δέκα λεπτά είχα γίνει μούσκεμα και πήρα την απόφαση να σταματήσω στο πρώτο βενζινάδικο που θα συναντούσα.
Η πρώτη φωτογραφία που δεν τράβηξα: το επόμενο βενζινάδικο βρισκόταν στο αντίθετο ρεύμα. Έστριψα, λοιπόν, ο καλός σου μέσα στην Εθνική Οδό (τότε δεν υπήρχαν ακόμα τα διαζώματα) και πορεύτηκα προς τα ΄κεί. Από λάθος εκτίμηση (βρεγμένα τα γυαλιά) δεν κατάλαβα πως το φορτηγό από απέναντι ερχόταν πιο γρήγορα απ' ό,τι νόμιζα. Την γλίτωσα τελευταία στιγμή ενώ ο οδηγός του είχε αλλάξει χίλια χρώματα. Τελευταία στιγμή αναγνώρισα ότι ήταν ένας πρώτος μου ξάδελφος. Δεν του το είπα ποτέ...
Η δεύτερη φωτογραφία που δεν τράβηξα: πιάνω στεγνό κάτω από το στέγαστρο του βενζινάδικού, βγάζω τα παπούτσια να στραγγίσουν, κρεμάω τις βρεγμένες κάλτσες πάνω στην εξάτμιση μπας και στεγνώσουν και ανάβω τσιγαράκι μέχρι να περάσει η μπόρα, κρατώντας νοερή σημείωση να μην το πατήσω όταν τελειώσει.
Μετά το τρίτο τσιγαράκι κι ενώ ήδη κουτσαίνω, γαμοσταυρίζοντας γιατί το έσβησα πατώντας το κι έχοντας ξεχάσει πως ήμουν ξυπόλητος, βλέπω να περνάει με την σακατεμένη BMW να μουγκρίζει, το σκληρό ζευγάρι πούχα δει στην Κόρινθο. Ούτε κράνη, ούτε τίποτε.
Αυτός είχε σφίξει τα μάτια και τα χείλη κι οδηγούσε σταθερά μέσα στο ψιλόβροχο κι εκείνη, κολλημένη πάνω του, μουσκεμένη εντελώς να κοιτάει πέρα προς τη Σαλαμίνα που είχε αρχίσει να ανοίγει το σύννεφο και να φαίνεται το ηλιοβασίλεμα.
Στέγνωσα τις κάλτσες μου, έβαλα τα παπούτσια μου κι έφυγα.
Η πρώτη φωτογραφία που δεν τράβηξα: το επόμενο βενζινάδικο βρισκόταν στο αντίθετο ρεύμα. Έστριψα, λοιπόν, ο καλός σου μέσα στην Εθνική Οδό (τότε δεν υπήρχαν ακόμα τα διαζώματα) και πορεύτηκα προς τα ΄κεί. Από λάθος εκτίμηση (βρεγμένα τα γυαλιά) δεν κατάλαβα πως το φορτηγό από απέναντι ερχόταν πιο γρήγορα απ' ό,τι νόμιζα. Την γλίτωσα τελευταία στιγμή ενώ ο οδηγός του είχε αλλάξει χίλια χρώματα. Τελευταία στιγμή αναγνώρισα ότι ήταν ένας πρώτος μου ξάδελφος. Δεν του το είπα ποτέ...
Η δεύτερη φωτογραφία που δεν τράβηξα: πιάνω στεγνό κάτω από το στέγαστρο του βενζινάδικού, βγάζω τα παπούτσια να στραγγίσουν, κρεμάω τις βρεγμένες κάλτσες πάνω στην εξάτμιση μπας και στεγνώσουν και ανάβω τσιγαράκι μέχρι να περάσει η μπόρα, κρατώντας νοερή σημείωση να μην το πατήσω όταν τελειώσει.
Μετά το τρίτο τσιγαράκι κι ενώ ήδη κουτσαίνω, γαμοσταυρίζοντας γιατί το έσβησα πατώντας το κι έχοντας ξεχάσει πως ήμουν ξυπόλητος, βλέπω να περνάει με την σακατεμένη BMW να μουγκρίζει, το σκληρό ζευγάρι πούχα δει στην Κόρινθο. Ούτε κράνη, ούτε τίποτε.
Αυτός είχε σφίξει τα μάτια και τα χείλη κι οδηγούσε σταθερά μέσα στο ψιλόβροχο κι εκείνη, κολλημένη πάνω του, μουσκεμένη εντελώς να κοιτάει πέρα προς τη Σαλαμίνα που είχε αρχίσει να ανοίγει το σύννεφο και να φαίνεται το ηλιοβασίλεμα.
Στέγνωσα τις κάλτσες μου, έβαλα τα παπούτσια μου κι έφυγα.
Ετικέτες
Ιστορίες
Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011
Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011
Για την προστασία της τζιπούρας - τζιπούρας
Απεργία σήμερα στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και η Αθήνα είχε πήξει από αυτοκίνητα.
Έβλεπα στα φανάρια μποτιλιαρισμένα αμάξια κι ανάμεσά τους κάτι τεράστια 4Χ4 με μαύρα τζάμια κι έναν μοναδικό -συνήθως- επιβάτη να φλυαρεί στο κινητό.
Αφήστε τα έρ'μα στο γκαράζ ή πηγαίνετέ τα εκεί που πραγματικά ανήκουν, στο βουνό.
Στη φωτό, τρία ευτυχισμένα τετρακίνητα στον βιότοπό τους, την Αλεβίτσα Γράμου.
Έβλεπα στα φανάρια μποτιλιαρισμένα αμάξια κι ανάμεσά τους κάτι τεράστια 4Χ4 με μαύρα τζάμια κι έναν μοναδικό -συνήθως- επιβάτη να φλυαρεί στο κινητό.
Αφήστε τα έρ'μα στο γκαράζ ή πηγαίνετέ τα εκεί που πραγματικά ανήκουν, στο βουνό.
Στη φωτό, τρία ευτυχισμένα τετρακίνητα στον βιότοπό τους, την Αλεβίτσα Γράμου.
Ετικέτες
Γράμος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)